- Δαρειογενής
- Δᾱρειογενής, ές,A born from Darius, A.Pers.6,145 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Δαρειογενής — Δαρειογενής, ές (Α) ο γεννημένος από τον Δάρειο («Ξέρξης βασιλεύς Δαρειογενής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Δαρείος + γενής*] … Dictionary of Greek
Δαρειογενής — born from Darius masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek